- ωτοπάθεια
- η ушные болезни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτοπάθεια — η, Ν κάθε πάθηση τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. αδενο πάθεια] … Dictionary of Greek